αθρήσκευτος

αθρήσκευτος
-η, -ο (Μ ἀθρήσκευτος, -ον) [θρησκεύω]
αυτός που δεν θρησκεύεται, δεν πρεσβεύει κάποια θρησκεία, ο άθρησκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”